Κυπριακό: με οδηγό το «status quo» και βάρκα την ελπίδα



΄Ενας βασικός κανόνας που διέπει την πολιτική αλλά και τη ζωή στην Κύπρο, είναι η λατρευτική προσήλωση στους άγραφους κανόνες της σημειολογίας. Στη χώρα λ.χ. δεν υπάρχουν δύο «λαοί» αλλά δύο «κοινότητες», σε οποιαδήποτε προσπάθεια διαπραγμάτευσης για τη λύση του Κυπριακού αν ...
εμφιλοχωρήσουν οι λέξεις «επιδιαιτησία» ή «χρονοδιάγραμμα» το εγχείρημα παραχρήμα καίγεται σαν ξερό κουκουνάρι, ενώ αντίθετα ο όρος «status quo» εκλαμβάνεται ως εξόχως πατριωτικός και προσδίδει βάθος σκέψης σε όποιον τον εκφορεί.

Για τους αμύητους στην Κυπριακή σημειολογία, με τον όρο «status quo» νοείται μια ανάλυση που καταλήγει στο συμπέρασμα, πως είναι καλύτερα να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν, παρά να αποτολμηθεί μια λύση που θα επιφέρει ανατροπές «επιζήμιες για τα εθνικά συμφέροντα». Φυσικά, όλοι θέλουμε να είμαστε υγιείς παρά άρρωστοι και πλούσιοι παρά φτωχοί, όμως πόσο ευθύγραμμα μπορεί να χαραχθεί μια πολιτική λύση, που θα είναι ομόφωνα αποδεκτή από όλα τα κόμματα και που ταυτόχρονα δεν θα είναι ταπεινωτική για την άλλη πλευρά; Η ζωή μας έχει δείξει πως ένας συμβιβασμός είναι εξ ορισμού επώδυνος και πάντα έχει κόστη και οφέλη. Το κρίσιμο σημείο είναι να εντοπιστεί εκείνη η μείξη, που θα αποδώσει μια σύνθεση κάπως ισορροπημένη, κυρίως όμως προωθητική για το μέλλον μιας επανενωμένης χώρας στον σύγχρονο κόσμο.

Οι οπαδοί του «status quo» εξάλλου, παραγνωρίζουν συνειδητά πως η πραγματικότητα μεταλλάσσεται κάθε λεπτό και πως ένας εξωγενής παράγοντας μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα του «status quo». Η ελληνική κρίση λ.χ. μείωσε εξ αντικειμένου τη διαπραγματευτική δύναμη της Ελλάδας, ενώ η σταδιακή αναβάθμιση της Τουρκίας (που πλέον μετέχει στο G20) συνιστούν δύο παράγοντες, οι οποίοι έχουν τροποποιήσει τους συσχετισμούς που επηρεάζουν το Κυπριακό.
Πέραν αυτών όμως, υπάρχει κι ένας άλλος ενδογενής παράγοντας που επηρεάζει καθοριστικά τα πράγματα και που έχει να κάνει με την πληθυσμιακή αναλογία. Στην απογραφή του ΄60 η ελληνοκυπριακή κοινότητα ήταν το 82% της χώρας και η τουρκοκυπριακή το 18%, σήμερα εκτιμάται πως η αναλογία έχει τροποποιηθεί στη σχέση 77% προς 23%, ενώ οι εξελίξεις στα κατεχόμενα δείχνουν πως ενδέχεται αυτή η διαφορά να «κλείσει» σημαντικά.

Ειδικότερα, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι από το 1974 έλαβαν τουρκοκυπριακή «ιθαγένεια» περί τα 51.000 άτομα, όμως στην τελευταία 5ετία (της Προεδρίας Ταλάτ) θεσπίστηκαν περιορισμοί κι έτσι την «ιθαγένεια» έλαβαν μόνον 48 άτομα, ενώ μέσα σε ένα χρόνο καταγγέλλεται η Προεδρία Έρογλου πως έδωσε «ιθαγένεια» σε 900 Τούρκους που είχαν παντρευτεί άτομα της τ/κ κοινότητας και σε 180 άτομα που «πληρούσαν τα κριτήρια». Επίσης, ενώ μέχρι τώρα απαιτούνταν 15ετής διαμονή στα κατεχόμενα για να υποβάλλει κάποιος/α αίτηση «ιθαγένειας», σήμερα η διάρκεια μειώθηκε στα 5 χρόνια. Τέλος αναφέρεται, πως σε ένα διήμερο μόλις, πρόσφατα, στην αστυνομία παρουσιάστηκαν (για να συλλέξουν τις απαραίτητες βεβαιώσεις προκειμένου να καταθέσουν αίτηση «υπηκοότητας») 450 Τούρκοι.

Με τούτα και με κείνα, οι τουρκοκύπριοι εκτιμάται πως σήμερα δεν ξεπερνούν το 40% του πληθυσμού των κατεχομένων, ενώ τουρκοκύπριοι πολιτικοί της αντιπολίτευσης κατήγγειλαν τον αρμόδιο υπουργό Εσωτερικών πως η φράση του «ο καθένας έχει το δικαίωμα σε μιαν ιθαγένεια» άνοιξε την κάνουλα και πλέον «η χώρα μας έχει γίνει ένα χάνι, όπου ο καθένας μπαίνει κι εγκαθίσταται χωρίς ερωτήσεις». «Αν συνεχίσουμε έτσι» υποστήριξαν, «σε λίγο θάμαστε μειονότητα στην ίδια μας τη χώρα, καθώς θα αποκτήσουν ιθαγένεια περισσότεροι από τον σημερινό πληθυσμό μας. Και όταν κάποιος δεν είναι σε θέση να αναθρέψει τα παιδιά του, γίνεται να υιοθετήσει κι άλλα παιδιά;» Οι ίδιοι πολιτικοί σημειώνουν τέλος, πως μολονότι στα κατεχόμενα υπάρχουν 20-25.000 άνεργοι, ταυτόχρονα δουλεύουν στη χώρα 70-100.000 ξένοι κι επισημαίνουν τον κίνδυνο απόδοσης της ιθαγένειας σε όλο αυτό τον κόσμο.
Σύμφωνα εξάλλου με άλλες πληροφορίες, ο οργασμός ανοικοδόμησης στα κατεχόμενα, ιδιαίτερα στην Κερύνεια, οδήγησε σε χιλάδες καταπατήσεις ελληνοκυπριακών περιουσιών. Ενδεικτικά αναφέρεται πως από το 2002-2004 είχαν εκδοθεί 2000 περίπου άδειες οικοδομών, ενώ σε ό,τι αφορά την αγορά γής, μέχρι το 2000 είχαν υποβληθεί 228 αιτήσεις αγοράς και μέχρι το 2004 υποβλήθηκαν 1528 αιτήσεις αγοράς...

Η εξιστόρηση αυτή γίνεται για να καταδειχθεί πως το «status quo» μεταβάλλεται ραγδαία επί τα χείρω, καθώς αλλάζουν τα δεδομένα και τα νέα τετελεσμένα διαμορφώνουν μια δυσμενέστερη βάση για την οποιαδήποτε διαπραγμάτευση. Αν λ.χ. είχε περάσει το σχέδιο Ανάν, σήμερα θα είχαν μείνει στο νησί οι μισοί έποικοι, ενώ θα σταματούσε η ανεξέλεγκτη ροή των νέων εποίκων. Επίσης, θα είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους στα σημερινά κατεχόμενα, κάπου 25.000 ελληνοκύπριοι (σε περιοχές υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση) και θα είχε σχεδόν ολοκληρωθεί η επιστροφή όσων ελληνοκυπρίων ήθελαν να γυρίσουν στις περιοχές τους που θα βρίσκονταν υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση – με άλλα λόγια, θα είχε ρυθμιστεί το θέμα των περιουσιών και των προσφύγων, ενώ θα είχε σταματήσει η συνεχής καταπάτηση ελληνοκυπριακών ιδιοκτησιών και ο αέναος δικαστικός αγώνας. Αν...

Αυτά δεν έγιναν και αν διαιωνιστεί η απραξία, τότε θα κερδίσουν οι οπαδοί της θεωρίας του status quo, επί ζημία των εθνικών συμφερόντων. Διότι, όσοι υποστηρίζουν την πολιτική ακινησία, στην πραγματικότητα ψεκάζουν με κάμποση φορμόλη τις αναλύσεις τους βαφτίζοντας «σοφή» και «πατριωτική» πολιτική την περιχαράκωση σε ένα εκμαγείο - σε ένα κουφάρι που θα παραπεταχθεί, εν μέσω ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου κόσμου.

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου