Μια μοναδική ιστορία αγάπης που γράφτηκε
μέσα στο Άουσβιτς
Οι ιστορίες που βλέπουμε καμιά φορά στον κινηματογράφο φαντάζουν ίσως υπερβολικές για να συμβούν στ' αλήθεια. Οι ερωτευμένοι που χάνονται εξαιτίας μιας παρεξήγησης για να βρεθούν τυχαία χρόνια μετά και η ηθική που μπαίνει πάνω από τα συναισθήματα καταστρέφοντας μια αγάπη.
Το ανθρώπινο μυαλό όμως δεν μπορεί να συλλάβει πολύ περισσότερα απ' όσα τελικά μπορούν όντως να συμβούν.....
Η ιστορία του Τζέρζι και της Σίλα δεν είναι ταινία αλλά θα μπορούσε να γίνει. Οι δυο τους γνωρίστηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς και κατόρθωσαν αυτό που ελάχιστοι είχαν καταφέρει: να δραπετεύσουν απ' την κόλαση.
Ο Τζέρζι Μπιελέκι ήταν ένας 19χρονος Πολωνός καθολικός ο οποίος οδηγήθηκε στο στρατόπεδο του Άουσβιτς τον Απρίλιο του 1940 με την κατηγορία της αντίστασης. Με τον αριθμό 243 οδηγήθηκε για δουλειά στις αποθήκες, όπου ήταν σχετικά πιο εύκολο να βρεις ένα κομμάτι ψωμί για να επιβιώσεις. Δυο χρόνια αργότερα, το 1942, ενώ δούλευε στις αποθήκες, είδε να μπαίνουν μέσα μια ομάδα Εβραίων κοριτσιών. Ανάμεσά τους ξεχώρισε μια μελαχρινή ντροπαλή κοπελίτσα. Ήταν η Σίλα Σιμπούλσκα. Αμέσως ανάμεσά τους δημιουργήθηκε μια έντονη φιλία που δεν άργησε να μετατραπεί σε έρωτα. «Κάναμε σχέδια να παντρευτούμε και να ζήσουμε για πάντα μαζί», θυμάται ο Μπιελέκι σήμερα στα 89 του χρόνια.
«Σε κάθε συνάντησή μας μιλούσαμε για τη ζωή μας και ήταν πολύ σημαντική η καθεμία συνάντηση και για τους δύο», έλεγε η Σίλα το 1983.
Σε λίγο καιρό, η αγάπη τους δεν μπορούσε να κλείνεται μέσα στην κόλαση του Άουσβιτς και ο Τζέρζι άρχισε να σχεδιάσει την απόδρασή τους. Ένας φίλος του από την αποθήκη μπόρεσε να τον εφοδιάσει με μια στολή αξιωματικού των SS και μια ταυτότητα. Ο Τζέρζι με μια γόμα και ένα μολύβι άλλαξε το όνομα του στρατιωτικού από Rottenfuehrer Helmut Stehler σε Steiner, σε περίπτωση που ο φρουρός στην είσοδο γνώριζε τον πραγματικό Stelher. Όταν όλα ήταν έτοιμα, ο Μπιελέκι ψιθύρισε στο αυτί της Σίλα: «Αύριο, ένας αξιωματικός των SS θα έρθει να σε πάρει για ανάκριση. Αυτός ο αξιωματικός θα είμαι εγώ».
Η επόμενη μέρα που ξημέρωσε ήταν η 21η Ιουλίου 1944. Ο Μπιελέκι ντυμένος με τη στολή των SS πήγε στο πλυσταριό όπου δούλευε η Σίλα και με βρισιές αλλά και τρόμο απαίτησε από τον Γερμανό φύλακα να του παραδώσει τη γυναίκα για ανάκριση. Με πόδια να τρέμουν, προχώρησε μαζί με τη Σίλα προς την έξοδο του στρατοπέδου. Έδωσε τα χαρτιά στον φρουρό και του μίλησε σε άπταιστα γερμανικά που ευτυχώς ήξερε. Ο φρουρός κοίταξε και τους δύο για δυο λεπτά που φάνηκαν αιώνας και τελικά τους άφησε να φύγουν.
Τώρα ήταν πια ελεύθεροι. Αλλά ο φόβος δεν είχε φύγει. «Ένιωθα πόνο στην πλάτη μου, εκεί που θα μπορούσαν να με πυροβολήσουν», λέει ο Μπιελέκι. Παρόλο που ο φρουρός δεν είχε υποψιαστεί τίποτα, τώρα θα έπρεπε να φύγουν όσο πιο μακριά μπορούσαν πριν καταλάβουν στο στρατόπεδο ότι οι δυο τους είχαν δραπετεύσει. Αφού περπάτησαν στο δρόμο, βγήκαν στα χωράφια και κρύφτηκαν σε αγκαθωτούς θάμνους ώσπου να πέσει η νύχτα.
«Περπατούσαμε στα χωράφια και στα δάση και ήταν εξουθενωτικό ειδικά για μένα που δεν είχα συνηθίσει σε τόσο μεγάλους περιπάτους», έλεγε η Σιμπούλσκα σε μια αναφορά για το Άουσβιτς. «Το χειρότερο ήταν τα ποτάμια», συνεχίζει, « όταν το νερό ήταν ψηλό, ο Τζούρεκ (όπως τον έλεγε χαϊδευτικά) με κουβαλούσε ως την άλλη πλευρά». Κάποια στιγμή η Σίλα δεν άντεχε άλλο απ' την κούραση και ζήτησε από τον Τζέρζι να την αφήσει.
«Ο Τζούρεκ δεν ήθελε ούτε να το ακούσει και επαναλάμβανε 'μαζί φύγαμε και θα περπατήσουμε μαζί'», σχολιάζει η Σίλα.
Για εννέα νύχτες προχωρούσαν ώσπου έφτασαν στο σπίτι του θείου του Μπιελέκι σε ένα χωριό κοντά στην Κρακοβία. Εκεί ζούσε και η μητέρα του που όταν είδε το γιο της έπεσε κλαίγοντας στην αγκαλιά του. Όταν όμως της ανακοίνωσε ότι ήθελε να παντρευτεί μια Εβραία, η καθολική μητέρα του αντέδρασε.
Η Σίλα πήγε να μείνει σε μια γειτονική φάρμα για καλύτερη κάλυψη από τους Ναζί και ο Τζέρζι θεώρησε καλύτερο να πάει να κρυφτεί στην Κρακοβία. Το τελευταίο τους βράδυ μαζί το πέρασαν κάτω από ένα δέντρο ανταλλάσσοντας όρκους αιώνιας αγάπης και σχεδιάζοντας να ξανασυναντηθούν μετά το τέλος του πολέμου. Θα περνούσαν πολύ περισσότερα χρόνια όμως ώσπου να γίνει αυτό.
Όταν ο σοβιετικός στρατός μπήκε στην Κρακοβία και την ελευθέρωσε από τους Ναζί, ο Τζέρζι έφυγε αμέσως και περπάτησε 40 χιλιόμετρα μέσα στα χιόνια για να συναντήσει την Σίλα. Είχε όμως αργήσει τέσσερις μέρες.
Η περιοχή όπου βρισκόταν η Σίλα είχε απελευθερωθεί τρεις εβδομάδες πριν από την Κρακοβία, αλλά η ίδια δεν το ήξερε αυτό. Έτσι, θεώρησε ότι ο Τζέρζι ή ήταν νεκρός ή την είχε ξεχάσει.
Τέσσερις μέρες πριν έρθει ο Μπιελέκι, η Σίλα έφυγε με ένα τρένο για τη Βαρσοβία για να πάει στην Αμερική να βρει έναν θείο της. Στο τρένο γνώρισε έναν Εβραίο, τον Ντέιβιντ Ζαχάροβιτς με τον οποίο τελικά παντρεύτηκαν και μαζί πήγαν στην Νέα Υόρκη όπου ο θείος της Σίλα τους βοήθησε να φτιάξουν ένα χρυσοχοείο. Όμως ο Ζαχάροβιτς πέθανε το 1975.
Ο συντετριμμένος Μπιελέκι, αφού έκλαψε πολύ και δεν μπόρεσε να βρει με κανένα τρόπο την Σίλα, έφτιαξε κι αυτός τη δική του οικογένεια στην Πολωνία.
Τη Σίλα από την άλλη την είχε στοιχειώσει η έλλειψη του Τζέρζι και η απορία αν είναι ζωντανός.
Το 1982, ενώ μιλούσε με την πολωνέζα οικιακή βοηθό της, της αποκάλυψε την ιστορία της για το Άουσβιτς. Έκπληκτη αυτή της είπε ότι πριν λίγο καιρό είχε ακούσει κάποιον στην τηλεόραση να λέει ακριβώς την ίδια ιστορία. Η Σίλα έψαξε αμέσως και ανακάλυψε το τηλέφωνο του Μπιελέκι. Έτσι, το Μάιο του 1983 του τηλεφώνησε τόσα χρόνια μετά...
«Άκουσα κάποιον να γελάει- ή να κλαίει -στο τηλέφωνο και μετά μια γυναικεία φωνή να μου λέει 'Τζουρακ, εγώ είμαι η μικρή σου Σίλα», θυμάται ο Μπιελέκι.
Μετά από λίγες εβδομάδες συναντήθηκαν στο αεροδρόμιο της Κρακοβίας. Αυτός της πρόσφερε 39 κόκκινα τριαντάφυλλα όσα ήταν τα χρόνια που έμειναν χώρια...
Στη συνέχεια συναντήθηκαν πολλές φορές στην Πολωνία και επισκέφτηκαν όλα τα μέρη απ' όπου είχαν περάσει μαζί ως δραπέτες.
«Η αγάπη είχε αρχίσει να επιστρέφει», λέει ο Μπιελέκι, «Η Σίλα μου έλεγε να αφήσω τη γυναίκα μου και να πάω μαζί της στην Αμερική. Έκλαψε πολύ όταν της είπα ότι δεν μπορούσα να αφήσω τα παιδιά και την οικογένειά μου»,
Η Σίλα επέστρεψε στην Αμερική και του έγραψε ότι δε θα επέστρεφε ποτέ ξανά. Πραγματικά μετά από αυτό δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά και η Σιμπούλσκα δεν απαντούσε πια στα γράμματα του Μπιελέκι. Η Σίλα πέθανε τελικά λίγα χρόνια μετά, το 2002, στη Νέα Υόρκη.
Ο Μπιελέκι βραβεύτηκε το 1985 από το Yad Vashem Institute στην Ιερυσαλήμ με το βραβείο «Righteous Among the Nations» για την διάσωση της Σιμπούλσκα από το στρατόπεδο συγκέντρωσης.
«Ήμουν πάρα πολύ ερωτευμένος με την Σίλα. Κάποιες φορές μετά τον πόλεμο έκλαιγα που δεν ήταν μαζί μου. Την ονειρευόμουν τις νύχτες και ξυπνούσα κλαίγοντας. Η μοίρα όμως αποφάσισε για μας», είπε ο Μπιελέκι.
Αν φταίει η μοίρα ή οι άνθρωποι για την ιστορία της ζωής τους είναι κάτι που θα μας βασανίζει για πάντα όσο ζούμε. Η ειμαρμένη από την αρχαιότητα ήταν υπεύθυνη για τον πόνο μας και τη χαρά μας. Αλλά μήπως τελικά την μοίρα μας την αποφασίζουμε εμείς και για να έχουμε άλλοθι για τα λάθη μας κατηγορούμε κάποιον άλλον; Η μοίρα έδιωξε τη Σίλα τέσσερις μέρες νωρίτερα από τη φάρμα ή ο πόνος της υποτιθέμενης απόρριψης ή του θανάτου; Η μοίρα έκανε τον Τζέρζι να μην την ψάξει όσο έπρεπε ή ο εγωισμός; Η ζωή όμως δεν περιμένει να βρούμε την απάντηση, απλώς προχωρά. Με την μοίρα ή τις αποφάσεις μας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου